-
1 παραλυω
тж. med.1) отвязывать, снимать(τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Her.; τὸν θώρακα Plut.)
2) (тайком) развязывать, распечатывать, в смысле обкрадывать(τὰ σακκία τῶν χρημάτων Diod.)
3) спускать (с привязи)(κύνα Xen.)
4) отделять, разлучать(τινὰ δάμαρτος Eur.)
5) отнимать, отбиратьΣμύρνη σφέων παρελύθη ὑπ΄ Ἰώνων Her. — Смирна была у них (эолян) отнята ионийцами
6) освобождать(τινὰ τῆς στρατεΐης Her.)
7) лишать(τινὰ τῆς στρατηγίης Her.)
τινὰ τῆς ὀργῆς π. Thuc. — унять чей-л. гнев;ἑαυτὸν τοῦ ζῆν π. Plut. — лишить себя жизни8) спасать(ψυχάν τινος Eur.)
9) отстранять, отвращать(Ἑλλάδος πόνους Eur.)
10) ослаблять, расслаблять(τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Plut.)
ἥ δύναμις τῆς πόλεως παρελύθη Lys. — сила города (Афин) была надломлена;παραλελυμένος NT. = παραλυτικός
См. также в других словарях:
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek